Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

<a href="http://www.bloglovin.com/blog/12085301/?claim=wbczga4w6q9">Follow my blog with Bloglovin</a>
Έλευσις           

           Τα παράσιτα από το ραδιόφωνο του παλιού σαραβαλιασμένου Volkswagen ανάγκασαν τον Christopher να το κλείσει. Η ώρα ήταν ήδη περασμένες έντεκα το βράδυ, κάτι που έκανε το μεγάλο σκοτεινό δρόμο που διέσχιζε να φαίνεται ακόμη πιο τρομακτικός από ότι το θυμόταν. Ναι, τον θυμόταν καλά, περνούσε συχνά από εκείνη την περιοχή ορισμένα απογεύματα, καθώς ήταν λάτρης της πεζοπορίας. Τον ηρεμούσε ο δροσερός αέρας του φθινοπώρου, ενώ ο ήχος από τον παφλασμό των κυμάτων της θάλασσας, τα οποία αγκάλιαζαν γαλήνια την αμμουδιά, του ενέπνεε ένα αίσθημα εμπιστοσύνης, αισθανόταν ασφαλής κοντά στην θάλασσα, από μικρός της είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία, ήθελε μάλιστα να γίνει ψαράς, αλλά τελικά τον κέρδισαν τα βιβλία και η εγκληματολογία. Εγκληματολόγος. Ναι, φοβερό επάγγελμα. Κανονικά θα βρισκόταν στο σπίτι του, αν δεν δεχόταν εκείνο το καταραμένο τηλεφώνημα: Άλλος ένας φόνος. «Ανάθεμα», σκέφτηκε, «πρέπει να είμαι ο πιο άτυχος άνθρωπος του κόσμου». Θα ήθελε να βρίσκεται σπίτι του, να απολαύσει ένα δροσερό ποτήρι κρασί, και να τελειώσει επιτέλους εκείνο το βιβλίο της Αγκάθα Κρίστι που διάβαζε, το “Ο Φόνος του Ρότζερ  Άγκρουντ”.  Ήταν όμως υποχρεωμένος να οδηγήσει μέχρι το σπίτι του Clive Downer, ή κάπως έτσι, δεν είχε ακούσει καθαρά το όνομα, καθώς η βραδινή κακοκαιρία είχε επηρεάσει τις τηλεφωνικές γραμμές. Είχε ωστόσο γραμμένη την διεύθυνση, προκειμένου να ρωτήσει για το σπίτι όταν θα έφτανε στο χωριό.
       Επιτέλους, είδε μπροστά του την παλιά σκουριασμένη  πινακίδα, που έγραφε “Καλώς ήρθατε στο Deepmarsh”. Το χωριό ήταν πολύ μικρό, στην πραγματικότητα ένα από τα μικρότερα της χώρας, με μόλις 400 κατοίκους. Τα μικρά σπιτάκια με τις κεραμιδένιες οροφές και τα μικρά τους παράθυρα βρίσκονταν διάσπαρτα, σαν κάποιος αφηρημένος ζωγράφος να είχε ξεχάσει να τα τοποθετήσει  σε μια λογική σειρά. Ο φωτισμός στο χωριό ήταν ελάχιστος, κάτι που ανάγκασε τον Christopher να οδηγήσει με πολύ προσοχή, προκειμένου να μην καταπονήσει κι άλλο το ήδη ταλαιπωρημένο του σαραβαλάκι. «Κembery Dwaine 36, εδώ είναι»,  ψιθύρισε, σταματώντας το αυτοκίνητο.  Κούμπωσε καλά την καμπαρντίνα του,  καθώς το κρύο εκείνο το βράδυ ήταν ανυπόφορο, πήρε τον χαρτοφύλακα του, το σημειωματάριο του και το  μικρό μαγνητοφωνάκι που χρησιμοποιούσε πάντα, και πέρασε την πόρτα του μικρού φτωχικού σπιτιού του Clive Downer. Ο κήπος ήταν σε ιδιαίτερα κακή κατάσταση, ενώ την προσοχή του κέρδισε μια μικρή ξύλινη κούνια που είχε σκαλισμένα επάνω της μικρά  αλογάκια πόνι. Χτύπησε την πόρτα  ανυπόμονα, καθώς βιαζόταν να μπει μέσα για να ζεσταθεί  και, «ω, μακάρι να έχουν λίγο ουίσκι», σκέφτηκε. Η πόρτα βαριαναστέναξε στο άνοιγμά της, δίνοντας την εντύπωση ότι είχε να λαδωθεί για χρόνια. Ο άνθρωπος που του άνοιξε, ήταν ο Michael Freitas, το αφεντικό του, και υπεύθυνος ερευνών στην υπηρεσία του Christopher. Ήταν ψηλός , γύρω στα 50, γεροδεμένος και πανέξυπνος. « Καλώς ήρθες, πέρασε, κάνει παγωνιά έξω, αναθεματισμένος καιρός. Ουίσκι; Πάγο;» , τον ρώτησε ο Michael όλος ευγένεια. Ήταν χρόνια συνάδελφοι, στην ουσία ο Michael ήταν αυτός που τον είχε προτείνει στην υπηρεσία πριν έξι χρόνια, και σε αυτόν όφειλε όλη του την καριέρα .
      «Χωρίς πάγο, ευχαριστώ», απάντησε ο Christοpher, « πού είναι το πτώμα; », συνέχισε, καθώς ήθελε να συλλέξει ότι στοιχείο μπορούσε και να επιστρέψει σπίτι του,  ένιωθε ότι από στιγμή σε στιγμή τα κουρασμένα πόδια του θα λύγιζαν και θα προκαλούσε γέλιο στον φίλο του. «Α, πάντα ορεξάτος και δραστήριος. Επάνω είναι ο κακόμοιρος μπάσταρδος, τον εξετάζει ο ιατροδικαστής, έχω βάλει και δυο αστυνομικούς μαζί του μήπως χρειαστεί κάτι», απάντησε ο Michael, δίνοντας του το ποτήρι με το ποτό που τόση ώρα λαχταρούσε. «Chris, αυτό δεν είναι σαν τις υπόλοιπες περιπτώσεις, πραγματικά δεν έχω δει τίποτα χειρότερο, σου προτείνω να μην πιείς, δεν θα αντέξεις το θέαμα», είπε, έχοντας μια φανερή έκφραση ανησυχίας αλλά και αγωνίας αποτυπωμένη στο πρόσωπο του. Με τον χαμηλό φωτισμό και το τζάκι που σιγοκαιγε, έμοιαζε σαν παλιό πορτρέτο του Νταλί, ενώ τα χέρια του έμπλεκαν και ξέμπλεκαν νευρικά μεταξύ τους. « Δεν έχω να φοβηθώ τίποτα, πόσο μάλλον την σκηνή ενός εγκλήματος. πάμε», του απάντησε ο Chris, κατεβάζοντας μονορούφι το ποτήρι με το ουίσκι. Ανέβηκαν την παλιά ξύλινη σκάλα η οποία έτριξε από το βάρος του Chris, είχε πάρει αρκετά κιλά από τότε που χώρισε, και πάντα σκεφτόταν να αρχίσει γυμναστήριο, αλλά το αντικείμενο της δουλειάς του δεν του επέτρεπε διαλλείματα, και οι ακατάστατες ώρες εργασίας του δεν θα τον βοηθούσαν στο να υιοθετήσει ένα υγιεινό πρόγραμμα διατροφής.
     Ανεβαίνοντας στον επάνω όροφο του σπιτιού, ο Chris παρατήρησε το πόσο λιτά διαμορφωμένος ήταν ο χώρος. Ο όροφος είχε όλο και όλο ένα δύο δωμάτια, το υπνοδωμάτιο του ιδιοκτήτη, και μια αποθήκη, όπως κατάλαβε όταν την άνοιξε. «Από εδώ κύριε, το πτώμα βρίσκεται σε αυτό το δωμάτιο», του είπε ευγενικά ο ένας από τους δύο αστυνομικούς που βρίσκονταν εκείνο το βράδυ στο σπίτι. «Ευχαριστώ», είπε κοφτά ο Chris, και μπήκε στο δωμάτιο, όπου αντίκρισε το φρικτότερο θέαμα της ζωής του.  Ο δύστυχος Clive βρισκόταν καρφωμένος στον τοίχο. Τα χέρια του έλειπαν, ενώ το κεφάλι του είχε ανοίξει την μέση, «πιθανόν από τσεκούρι, δεν θα ξέρω πριν τον πάρω στο εργαστήριο», είπε ο ιατροδικαστής, ο κύριος Andrea Russo, ιταλικής καταγωγής, ηλικιωμένος, αλλά με ικανότητες που μπορούσαν να ξεπεράσουν εκείνες νεώτερων συναδέλφων του. Πλησιάζοντας το πτώμα, ο Chris παρατήρησε τις χαρακιές που είχαν δημιουργηθεί στο κορμί του θύματος, χαρακιές που έμοιαζαν με ανάποδο σταυρό, τουλάχιστον έτσι το φαντάστηκε ο ίδιος. « Michael, τσέκαρε εδώ. Αυτές οι χαρακιές είναι πολύ περίεργες», είπε στον συνάδελφο του, σημειώνοντας κάτι στο μπλοκάκι του, ενώ παράλληλα εξέταζε το υπόλοιπο σώμα, δηλαδή ότι είχε απομείνει από αυτό. «Αυτό  που είναι περίεργο, είναι η όλη φύση του εγκλήματος . Πού στον διάολο είναι τα χέρια του μπάσταρδου; και αυτή η μυρωδιά, θεέ μου, νομίζω ότι θα το μυρίζω για πάντα», απάντησε ο Michael, περνώντας ένα μαντηλάκι γύρω από την μύτη του. Ο δράστης είχε βγάλει τα μάτια από το θύμα, όσο αυτό ήταν ζωντανό όπως είπε ο ιατροδικαστής, και στην θέση του είχε τοποθετήσει κομμάτια από ασβέστη. «Ασβέστη;», ρώτησε έκπληκτος ο Chris, « γιατί διάολε να βάλει κάποιος ασβέστη στα μάτια ενός πτώματος;», συμπλήρωσε, ενώ έκλεισε το μπλοκάκι του και το έβαλε στην τσέπη της καμπαρντίνας του. « Δεν μπορώ να ξέρω τον λόγο αγαπητέ μου», είπε ο Russo, « τον αφήνω επάνω σου τον λόγο, και παίρνω αυτόν τον άμοιρο στο εργαστήριο για να μπορέσω να δουλέψω σαν άνθρωπος».  Οι δύο αστυνομικοί παραμέρισαν για να περάσουν οι τραυματιοφορείς που μόλις είχαν καταφθάσει, οι οποίοι, αφού τύλιξαν το θύμα με ένα κατάλευκο σεντόνι, το ξάπλωσαν στο φορείο, και κατέβηκαν προσεκτικά τις παλιές ξύλινες σκάλες.
     «Κάτι λείπει, κάτι δεν είναι σωστό, θέλω να δω την αποθήκη», είπε ο Chris, ανοίγοντας με μια δυνατή σπρωξιά την πόρτα που οδηγούσε στην αποθήκη. Εκεί αντίκρισε το πρόσωπο της φρίκης σε όλο του το μεγαλείο. Τα μάτια του Clive Downer είχαν αντικαταστήσει τα μάτια ενός μεγάλου ξύλινου παλιάτσου, το ίδιο και τα χέρια του. Ο παλιάτσος καθόταν στο κέντρο της αποθήκης, επάνω σε μια καρέκλα που μετά βίας τον συγκρατούσε. « Ποιο αρρωστημένο καθίκι θα έκανε κάτι τέτοιο; και τι κρατάει στα χέρια του;», ρώτησε ο Chris, πλησιάζοντας προσεκτικά τον παλιάτσο, ο οποίος κρατούσε στα χέρια του, δηλαδή στα χέρια του Downer, ένα κομμάτι ύφασμα, το οποίο είχε επάνω γραμμένη με αίμα την λέξη «έρχεται…». Οι δύο εγκληματολόγοι φώναξαν τον ιατροδικαστή για να κάνει αυτοψία στο θύμα και να φροντίσει ώστε ότι είχε απομείνει από το σώμα του θύματος, να πάει μαζί του στο εργαστήριο. «Κύριοι, μιλάμε για το έργο του σατανά, έχουμε να κάνουμε με έναν διαστροφικό δολοφόνο», είπε ο Russo, βάζοντας με μια έκφραση αηδίας αποτυπωμένη στο πρόσωπο του τα χέρια και τα μάτια του θύματος σε πλαστικές σακούλες. «Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις ποιος μπορεί να κρύβεται πίσω από έναν τέτοιο φόνο», μονολόγησε ο Michael. «Ποιος ή τι..», τον διέκοψε ο Chris, ο οποίος ακόμη δεν είχε καταφέρει να συνέλθει από αυτά που είχαν αντικρίσει τα πολύπειρα μάτια του. Οι δύο άντρες κατέβηκαν αμίλητοι τις σκάλες, και αφού χαιρετήθηκαν, έδωσαν ραντεβού για την επόμενη μέρα, και αναχώρησαν ο καθένας με το αυτοκίνητο του. Σε όλη την διαδρομή της επιστροφής ο Chris προσπαθούσε να ξεχάσει τις εικόνες φρίκης που είχε αντικρίσει σε εκείνο το σπίτι. Το ραδιόφωνο δεν δούλευε, οπότε δεν μπορούσε ούτε μουσική να βάλει, προκειμένου να ξεχαστεί. « Τι κέρδος έχει κάποιος για να σκοτώσει έτσι έναν άνθρωπο; και τι σημαίνει αυτό το σημείωμα που βρήκαμε στην αποθήκη; έρχεται; ποιός έρχεται;», μονολόγησε, και βυθίστηκε σε περίεργες σκέψεις μέχρι που έφτασε στο σπίτι του. Η ώρα ήταν περασμένες πέντε το ξημέρωμα, και αυτός είχε κοιμηθεί ελάχιστα, ενώ σε τρείς ώρες θα έπρεπε να είναι πίσω στο γραφείο. Έπεσε κατάκοπος στο κρεβάτι, και βυθίστηκε σε έναν ταραχώδη σύντομο ύπνο.

       Το ξυπνητήρι χτυπούσε επίμονα, κάτι που έκανε τον Chris να το πετάξει στον τοίχο. « Επτά και μισή», ψιθύρισε, « σήκω αρχηγέ, δεν δικαιούσαι να κοιμηθείς άλλο». Σηκώθηκε, έκανε ένα ζεστό μπάνιο για να χαλαρώσει, ενώ ταυτόχρονα  προσπαθούσε να θυμηθεί το όνειρο που είχε δει. Κάποιος τον κυνηγούσε, η μάλλον κάτι, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα άλλο. Αφού έφαγε το αγαπημένο του πρωινό, τηγανίτες με μαρμελάδα και κομμάτια φράουλας, φόρεσε το σακάκι του, πήρε τον χαρτοφύλακα του και βγήκε από το σπίτι. Η κίνηση στον δρόμο που έκανε καθημερινά για να πάει στο γραφείο ήταν αφόρητη, κάτι που τον έκανε να καθυστερήσει σαράντα λεπτά το ραντεβού του με τον Michael. Όταν έφτασε, ο συνάδελφος του ήταν ήδη στον υπολογιστή και δούλευε σαν μανιακός. « Βρήκες τίποτα;», τον ρώτησε, προσφέροντας του ένα ποτήρι ζεστό καφέ. Ο Michael έψαχνε το ιστορικό του Downer στην αστυνομία, τυχόν παραβάσεις, καταδίκες, κλήσεις, οτιδήποτε θα μπορούσε να τους δώσει κάποιο στοιχείο για το συμβάν. «Ευχαριστώ. Όχι τίποτα ακόμη, ποινικά ο Downer είναι καθαρός», απάντησε. Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν ο ιατροδικαστής, ο οποίος τους ζήτησε να τον συναντήσουν στο εργαστήριο του. Οι δύο άντρες κατέβηκαν στο υπόγειο του κτηρίου, όπου βρισκόταν το εργαστήριο του ιατροδικαστή, προσπαθώντας να παραμείνουν ψύχραιμοι και συγκεντρωμένοι στην υπόθεση. Είχαν επηρεαστεί και οι δύο, ενώ ο Chris ανατρίχιασε όταν άκουσε από τον συνάδελφο του ότι και αυτός είχε περίεργα όνειρα εκείνο το βράδυ, και αισθανόταν ότι κάτι τον κυνηγούσε.
    «Πιστεύω ότι πρέπει να το μελετήσετε αυτό κύριοι», τους είπε ο ιατροδικαστής Russo πετώντας τους έναν φάκελο, τον οποίον ο Chris έπιασε στον αέρα. « Τι είναι αυτό;», ρώτησε ο Michael παρατηρώντας τον φάκελο αλλά και το πτώμα που βρισκόταν στον πάγκο. Ο Russo είχε στην κυριολεξία ανοίξει το θύμα στα δύο. « Άνοιξε το  και θα δεις, και μετά μπορώ να σου πω και που το βρήκα», του είπε αδιάφορα. Ο φάκελος που άνοιξε ο Chris περιείχε ένα κομμάτι σίδερο, το οποίο είχε αποτυπωμένη μια πρόταση: « Έρχεται.Misty Spring Edge 201». « Την ξέρω αυτή την οδό, δεν έχει παρά μόνο ένα εργοστάσιο, αλλά τώρα πλέον είναι ερείπιο. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό γιατρέ; που το βρήκες αυτό το κομμάτι σιδήρου;», ρώτησε γεμάτος περιέργεια ο Michael. Ο γιατρός σήκωσε το βλέμμα του, το οποίο είχε πάρει μια απόκοσμη έκφραση τρόμου, ενώ οι φλέβες του προσώπου του άρχισαν να γίνονται όλο και πιο φανερές. «Το τι μπορεί να σημαίνει θα μου το πεις εσύ αφού ερευνήσεις την διεύθυνση. Όσο για το που το βρήκα, μπορώ να σου απαντήσω. Στο στομάχι του θύματος», είπε ο γιατρός, στρέφοντας την προσοχή του και πάλι στο σώμα του άτυχου άντρα που βρισκόταν νεκρός μπροστά του. Ο Chris πλησίασε τον γιατρό με δυσπιστία, ενώ το μυαλό του προσπαθούσε να αποφασίσει εάν έβλεπε όνειρο ή αν ήταν όλα πραγματικότητα. « Στο στομάχι του θύματος; μα το θύμα δεν είχε κομμένο στομάχι, πως μπορεί κάποιος να το έβαλε εκεί; δεν μπορείς να πεις ότι τον ανάγκασε να το καταπιεί χρησιμοποιώντας βία, είναι μεγάλο αυτό το κομμάτι, θα είχε πεθάνει από ασφυξία!», φώναξε. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κάτι τέτοιο είχε συμβεί, νόμιζε ότι ο γιατρός τους έκανε κάποιο κακόγουστο αστείο. Δεν ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος να είχε καταπιεί ένα τόσο μεγάλο κομμάτι σίδερο, με μια διεύθυνση γραμμένη επάνω. « Μην χάνεις την ψυχραιμία σου αγαπητέ», είπε ο γιατρός σκουπίζοντας τα μικροσκοπικά γυαλάκια του στην ιατρική του ρόμπα, « δεν είπα ποτέ ότι κάποιος τον έβαλε να το καταπιεί, το κομμάτι ήτανήδη μέσα στο θύμα, πριν πεθάνει», είπε, αναγκάζοντας τους δυο άντρες να τον κοιτούν αποσβολωμένοι, « για αυτό θα κάνετε καλά να μεταβείτε άμεσα στην διεύθυνση, εκεί πιστεύω ότι θα βρείτε πολλές απαντήσεις, εάν όχι τον δολοφόνο. Και τώρα σας παρακαλώ, αφήστε με να συνεχίσω την εργασία μου, πρέπει να εξετάσω εξολοκλήρου το θύμα».
     «Δηλαδή, εσύ πιστεύεις ότι όλα αυτά είναι τυχαία; το σίδερο, τα όνειρα που είδαμε, ο τρόπος που σκοτώθηκε ο Downer, είναι σύμπτωση όλα αυτά;», είπε ο Chris καθώς έβαζε μπροστά το αμάξι της υπηρεσίας, « ξεκίνα γαμημένο», είπε εκνευρισμένος. «Δεν ξέρω, πραγματικά. Πάντως καλού κακού ας έχουμε έτοιμα τα όπλα μας, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συναντήσουμε εκεί», αποκρίθηκε ο Michael, ο οποίος όλη αυτή την ώρα παρέμενε αμίλητος, χτυπώντας νευρικά τα δάχτυλα του χεριού του στο ταμπλό του αυτοκινήτου, αλλά τώρα είχε ανοίξει το ντουλαπάκι, και γέμιζε δύο εξάσφαιρα.  «Αν αυτό που σκότωσε τον Downer είναι σε εκείνη την διεύθυνση, πολύ φοβάμαι ότι τα όπλα δεν θα μας χρησιμεύσουν σε τίποτα φίλε», είπε λυπημένα ο Chris, καθώς έβγαζε το αμάξι στον κεντρικό δρόμο. Η κίνηση είχε αραιώσει, αλλά αναγκάστηκαν να κάνουν αρκετές παρακάμψεις, λόγω ενός σοβαρού ατυχήματος που είχε συμβεί. «Δηλαδή, πιστεύεις ότι δεν το έκανε άνθρωπος;», τον ρώτησε φοβισμένα ο Michael, ο οποίος είχε ξεχαστεί και κρατούσε ένα από τα δύο εξάσφαιρα μισογεμισμένα στα χέρια του. « Πρώτον, γέμισε το όπλο και βάλτο στο ντουλαπάκι, είμαστε στον δρόμο και περνάνε οικογένειες με παιδία. Δεύτερον, ναι πιστεύω ότι δεν το έκανε άνθρωπος. Πες με τρελό, αλλά δεν βλέπω τον λόγο να σκοτώσει έτσι κάποιος έναν χωρικό, ο οποίος όπως μας είπαν οι γείτονες, ήταν ήσυχος και φιλικός με όλους, ενώ τα παιδιά τον λάτρευαν, τους είχε φτιάξει μάλιστα μια κούνια από ξύλο, δεν ξέρω αν την παρατήρησες, στην αυλή του σπιτιού του. Ποιος ο λόγος λοιπόν να σκοτώσεις έναν άνθρωπο ο οποίος έχει καθαρό ποινικό μητρώο και είναι ιδιαίτερα αγαπητός σε μια τόσο μικρή κοινωνία;», του απάντησε εκνευρισμένος ο Chris, « το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι, σύμφωνα με την έκθεση, ήταν αδύναμος χαρακτήρας , ευαίσθητος. Το μεταφυσικό φίλε λατρεύει κάτι τέτοιους χαρακτήρες, μπορεί να τον χρησιμοποίησαν για να στείλουν ένα μήνυμα. Ορίστε, φτάσαμε» συμπλήρωσε. Βγήκαν και οι δύο ανήσυχοι από το αυτοκίνητο. Ο καιρός είχε αρχίσει να χαλάει, και ετοιμαζόταν να ρίξει μια τρομακτικής διάστασης καταιγίδα. Το παλιό μεγάλο εργοστάσιο έστεκε άψυχο στην μέση του πουθενά, ήταν το μοναδικό κτήριο στην περιοχή. Παλιά το χρησιμοποιούσαν για να ηλεκτροδοτούν την πόλη, αλλά μετά το χτίσιμο του νέου ατμοηλεκτρικού σταθμού, αποφάσισαν να το κλείσουν, διότι λειτουργούσε με κάρβουνο και κόστιζε αρκετά.
       « Βγάλε το όπλο σου και έχε τα μάτια σου εκατόν τέσσερα», είπε ο Michael, βγάζοντας το όπλο του από την θήκη του και οπλίζοντας το. Οι δύο άντρες πλησίασαν με μεγάλη προσοχή την πόρτα, προσπαθώντας να κάνουν όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο. Μπαίνοντας στο εσωτερικό του εργοστασίου, έμειναν έκπληκτοι. Ήταν εντελώς άδειο. Θα περίμενε κανείς ότι ένα εγκαταλελειμμένο  εργοστάσιο θα είχε παρατημένες μηχανές, εξαρτήματα και οχήματα, αλλά ο χώρος ήταν πεντακάθαρος, και δεν είχε καμία σχέση με την εξωτερικό παρουσιαστικό του εργοστασίου. Ξαφνικά, ο Chris ψιθύρισε έντρομος: « Δες τους τοίχους», στρέφοντας τον φακό του στους πελώριους τοίχους του εργοστασίου, αντικρίζοντας ένα φρικιαστικό θέαμα. Σκελετοί ανθρώπων ήταν κρεμασμένοι γύρω γύρω, ενώ παντού ήταν γραμμένο με αίμα, ο Chris το άγγιξε και σιγουρεύτηκε ότι ήταν αίμα, η λέξη «έρχεται», ενώ σε άλλα σημεία η πρόταση « ο Άρχων του Τρόμου ζει. Ελευσις»

      Αυτό που ακολούθησε ο Chris δεν μπόρεσε να το διανοηθεί.. Μέσα από το σκοτάδι ξεπετάχτηκε μια φιγούρα τόσο φρικαλέα, που τους έκανε να αισθανθούν έναν πρωτόγονο, αρχαίο φόβο, ένα συναίσθημα που κανένας άνθρωπος δεν θα ήθελε να ζήσει. Το πλάσμα είχε ύψος όσο δύο λεωφορεία, με μυτερά καρφιά στην πλάτη του, κεφάλι λύκου και ένα απαίσιο, απερίγραπτα τρομακτικό  σώμα, το οποίο έμοιαζε να ταλαντεύεται ακανόνιστα καλυπτόμενο από μια σκιά. Ήταν σαν να είχαν ξυπνήσει όλοι οι φόβοι και των δύο ανδρών ταυτόχρονα, και να είχαν πάρει ζωή. « Θα πεθάνετε. Ζω για να σας δω να πεθαίνετε»,ούρλιαξε το πλάσμα. Ο Chris ένιωθε ότι η καρδιά του θα φύγει από το στήθος του, παρόλα αυτά ένιωθε ανίκανος να πυροβολήσει το πλάσμα, ήταν σαν να τους είχε αιχμαλωτίσει σε μια αιώνια στάση, σαν να τους έλεγχε και την τελευταία κίνηση. «Μιλάς; μπορείς να μιλάς! Ποιος είσαι;», ρώτησε ο Michael θαρραλέα, αλλά χωρίς να περιμένει απάντηση, πυροβόλησε το πλάσμα. Οι σφαίρες δεν διαπέρασαν καν το πελώριο σώμα του, αλλά φάνηκε να εξοργίζεται ακόμη περισσότερο. « Πως τολμάς άθλιε θνητέ, να επιτίθεσαι σε εμένα;», του είπε, και με μια κίνηση του χεριού του, το κεφάλι του Michael βρέθηκε στο έδαφος, ενώ το σώμα του κατέρρευσε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, κάνοντας έναν δυνατό θόρυβο. Ο Chris ένιωσε τον τρόμο του να κορυφώνεται… « ο Mike είναι νεκρός… ο άνθρωπος που ήταν σαν αδερφός μου είναι νεκρός», σκέφτηκε, ενώ ένιωθε τα αλμυρά του δάκρυα στο στόμα του.  Κατέβασε το όπλο του, αναγνωρίζοντας ότι το πλάσμα είχε νικήσει. «Κάνε ότι είναι να κάνεις», του είπε, γονατίζοντας. Ήξερε ότι η ζωή του είχε τελειώσει, δεν θα προλάβαινε να βγει από την πόρτα ζωντανός. Παρόλα αυτά, ευχόταν να μπορούσε να κάνει κάτι, για να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους για την ύπαρξη αυτού του πλάσματος. Ευχόταν να υπήρχε κάτι που να μπορούσε να κάνει. « Θα πεθάνεις, θα πεθάνεις και κανείς δεν θα αναρωτηθεί. Θα νομίζουν όλοι ότι σκότωσες τον συνάδελφο σου και μετα εξαφανίστηκες!!!! Είμαι ο Άρχοντας του Τρόμου!!!! Νίκησα!! Νίκησα!!! Έχασες!!!»,  ούρλιαξε το πλάσμα, και με ένα απότομο σάλτο βρέθηκε μπροστά στον Chris, και άρχισε να τον κατασπαράζει.

    «Δεν έχασα. Εγώ νίκησα», σκέφτηκε ο Chris που ζούσε τα τελευταία του δευτερόλεπτα. Το βλέμμα του γύρισε στο μαγνητοφωνάκι, το οποίο είχε κρύψει χωρίς να τον καταλάβει το πλάσμα. Είχε καταγράψει τα πάντα.

«Νίκησα. Νίκησα, θα τον βρουν, θα το βρουν το μαγνητοφωνάκι. Θα προετοιμαστούν»,   σκέφτηκε ο Chris.
O κόσμος άρχισε να σβήνει από τα μάτια του, καθώς το πλάσμα τελείωνε την φρικαλεότητα που είχε αρχίσει. Ο Chris πέρασε για πάντα σε έναν κόσμο δίχως όνειρα.